9 Σεπτεμβρίου 2011

Αγώνας 100Κ στον Όλυμπο: απολογισμός της πρώτης διάσχισης


Πέρασαν σχεδόν δύο εβδομάδες από τη μέρα που ολοκλήρωσα το εγχείρημα της πρώτης αγωνιστικής διάσχισης της διαδρομής των 100Κ στον Όλυμπο. Σήμερα, έχοντας ήδη αναλύσει σε μεγάλο βαθμό στατιστικά και άλλα στοιχεία, είμαι πια σε θέση επιβεβαιώσω με μεγαλύτερη ασφάλεια την αρχική μου εκτίμηση, ότι η ιδέα αυτή και σπουδαία είναι και υλοποιήσιμη! Ήταν πολλοί τελικά εκείνοι που ανέμεναν με θετική διάθεση την ολοκλήρωση αυτού του εγχειρήματος, απόδειξη ότι οι άνθρωποι δίπλα μας, ψάχνουν για το επόμενο μεγάλο στοίχημα. Αντίθετα, ελάχιστοι –απ όσο είμαι σε θέση να εκτιμήσω- στέκονται με σκεπτικισμό ή και τελείως αρνητικά απέναντι σ αυτή την ιδέα, για λόγους που μόνο ενδόμυχα οι ίδιοι γνωρίζουν αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που δεν αφορά το αύριο αλλά το χθες. Αν η ιστορία γράφεται από τους νικητές, τότε θα πρέπει να περιμένουμε λίγο καιρό, για να φανεί αν η ιδέα των 100Κ στον Όλυμπο κέρδισε ή έχασε αυτή τη μάχη. Για την ώρα, ένας απολογισμός αυτής της πρώτης προσπάθειας, θα συνέβαλε στο να γίνει καλύτερα κατανοητό το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά του (εν δυνάμει) νέου αγώνα.


Μετά την ατυχή κατάληξη της συλλογικής προσπάθειας της 7ης Αυγούστου, η οποία δεν στάθηκε εφικτό να ολοκληρωθεί, αποφάσισα ότι θα πρέπει πολύ σύντομα να καταλήξουμε κάπου με αυτή την ιστορία. Αν μπαίναμε στο φθινόπωρο με την διαδρομή να είναι μετρημένη μεν, απραγματοποίητη δε, το κλίμα θα διαμορφωνόταν αρνητικά για όλους μας και κυρίως για την κοινότητα των αθλητών, η οποία είναι βέβαιο ότι ανέμενε τη «δοκιμή» απ την πλευρά της διοργάνωσης! Αν και δεν έγινα αποδέκτης τέτοιων παραινέσεων, και παρά τον ενθουσιασμό που εξέφρασαν πολλοί συναθλητές, αντιλαμβάνομαι ότι ο κόσμος περίμενε να δει ένα αποτέλεσμα για να αποφασίσει ότι τα 100Κ στον Όλυμπο είναι ένα εφικτό αθλητικό εγχείρημα. Το ίδιο είχα ζήσει –έντονα είναι η αλήθεια- με τον ROUT 100miler το 2010 και σε μικρότερο βαθμό με το VFT το 2007, όταν αποφάσισα ότι ο πρώτος που οφείλει να βγάζει τη διαδρομή ενός νέου μεγάλου αγώνα, είναι ο ίδιος ο διοργανωτής. Έτσι και τώρα, χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρα την απόφαση να τρέξω μόνος μου τη διαδρομή, πριν βγει ο Αύγουστος, υπολογίζοντας και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις μου αλλά και τον καιρό, ο οποίος συχνά έχει έντονες μεταπτώσεις το Σεπτέμβριο. 

Μετά την αποτυχία της 7ης Αυγούστου, είχα μείνει με κάποια ερωτηματικά σχετικά με τη διαδρομή, όπως το πόσο δύσκολο ήταν το τελευταίο ένα τρίτο και πώς θα επιδρούσε η κούραση των πρώτων 65 χιλιομέτρων στην ατέλειωτη ανάβαση των επόμενων 10, προς το Λιβαδάκι. Αντίστοιχα, το ίδιο ζήτημα δημιουργείται στα τελευταία 15Κ του Ενιπέα. Στα ερωτήματα ήρθε να προστεθεί κι ένα ακόμα: ήμουν έτοιμος ο ίδιος να βγάλω 100Κ σε αγωνιστική προσπάθεια? Είχα ξεκουραστεί αρκετά από τα προηγούμενα 65?  Σ αυτές τις περιπτώσεις όμως δεν μπαίνω σε διλήμματα, απλά προχωρώ μπροστά, χωρίς δισταγμό, με την πίστη ότι η δύναμη κρύβεται στο μυαλό, όχι στα πόδια

Χωρίς τυμπανοκρουσίες αλλά με μια καλύτερη οργάνωση από την προηγούμενη φορά, βρέθηκα για μια ακόμα φορά το Σάββατο 27 Αυγούστου, στον αρχαιολογικό χώρο του Δίου, λίγο πριν τις μία τη νύχτα. Ο καλός φίλος και συνεργάτης από τον ΟΜ, Παναγιώτης Πουρσανίδης, ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε να με υποστηρίξει στο ξεκίνημά μου, συνοδεύοντάς με στα πρώτα τέσσερα χιλιόμετρα της διαδρομής, για να με προστατεύσει από πιθανή επίθεση των τσοπανόσκυλων που κατοικοεδρεύουν στα μαντριά έξω από τον οικισμό του Δίου. Η νύχτα ήταν ζεστή και το στερέωμα κατασκότεινο, με τον όγκο του βουνού να διακόπτει τη συνέχεια του γαλαξία προς τη δύση. Μετά από τα γνωστά πρώτα 6Κ χώθηκα στο μονοπάτι μετά τον Άγιο Κωνσταντίνο και στη βρύση του Ίταμου, το τελευταίο σημείο ανεφοδιασμού μου με νερό για τα επόμενα 14 χιλιόμετρα, βρήκα μια ευδιάθετη παρέα νεαρών φίλων που τους συντρόφευε μια φωτιά. Ανηφόρισα προς τον Ορλιά και την Κορομηλιά, ένιωθα όμως μια απροσδιόριστη ζαλάδα, που την απέδωσα στην έλλειψη ύπνου κι έτσι ήταν. Η ζαλάδα αυτή δεν με εγκατέλειψε παρά μόνο όταν ο ήλιος σηκώθηκε αρκετά ψηλά το άλλο πρωί. Στα σημεία-κλειδιά της ανάβασης (Κορομηλιά, Μπάρα, Πετρόστρουγκα κλπ) παρακολουθούσα την πορεία μου συγκριτικά με την προηγούμενη φορά και σε σχέση με τον στόχο που είχα θέσει. Δυστυχώς, μετά βίας κατάφερνα να κρατιέμαι στα όρια, η αδυναμία μου ήταν φανερή. Προσπέρασα τη στάνη στην Πετρόστρουγκα και τα σκυλιά με μυρίστηκαν μέσα στη νύχτα, παρά την προσπάθειά μου να προσπεράσω αθόρυβα. Ευτυχώς, τάχυνα το ρυθμό μου και απομακρύνθηκα έγκαιρα μες στο σκοτάδι. Σε τακτά διαστήματα, σταματούσα κι έφτιαχνα διάλυμα ηλεκτρολυτών, γιατί ο ασκός μου στο σακίδιο είχε σκέτο νερό κι έπρεπε να αντικαθιστώ ότι έχανα με τον ιδρώτα.

Ώρα 03:47 > Μοναξιά και σκοτάδι, ανηφορίζοντας για Πετρόστρουγκα
 Ψυχή στο μονοπάτι!  Ένα-δυο αγρίμια, μάλλον αγριογούρουνα, φοβισμένα απ το φως του φακού μου έφυγαν με θόρυβο τρέχοντας στη βλάστηση αλλά χωρίς κανένα ίχνος πίσω τους. Οι εικόνες και οι αναμνήσεις απ αυτό το μονοπάτι είναι τόσες πολλές, που δεν ένιωθα ούτε στιγμή μόνος. Κάπου-κάπου χτυπούσε και το τηλέφωνό μου! Ήταν ο Δημήτρης ο Τρουπής, που με ενημέρωνε για τις πρώτες ώρες του UTMB και πώς εξελίσσεται ο αγώνας εκεί στις Άλπεις και παράλληλα μάθαινε για την προσπάθειά μου –όπως μου είχε πει και τον τιμά, πιο πολύ τον ενδιέφερε εκείνο το βράδυ το τι θα έκανα εγώ… Μετά τις 2:30 ο Δημήτρης δεν με ξανακάλεσε κι εγώ όμως βρέθηκα εκτός εμβέλειας. Τα φώτα από τα χωριά των ανθρώπων στον κάμπο φώτιζαν και πάλι τον χαμηλό ορίζοντα, που ξεπρόβαλε ανάμεσα στο δάσος. 

Ανηφορίζοντας για τη Σκούρτα άρχισε να γίνεται αισθητός ο αέρας και κάτι σαν ομίχλη πέρασε μπροστά απ το φως κάποια στιγμή. Έμπαινα σε σύννεφο… Η ζάλη γινόταν πιο έντονη και το σύννεφο με τον αέρα ενέτεινε αυτή την αίσθηση του αποπροσανατολισμού μέσα στη νύχτα, καθώς η ορατότητα κάποιες στιγμές ήταν μηδενική και η ζάλη της νύστας δημιουργούσε ένα φαινόμενο vertigo. Ως συνήθως, σ’ αυτές τις περιπτώσεις με αέρα, στο σημείο του σταθμού της Σκούρτας γίνεται χαμός. Πρόλαβα λίγο πιο πάνω να φορέσω το μπουφάν μου για να γλυτώσω την υποθερμία. Μέχρις εκεί είχα συμπληρώσει τις 4.00 ώρες προσπάθειας. Γύρισα το βλέμμα μου πίσω, προς την ανατολή. Ούτε υποψία απ το λυκόφως ακόμα…. Στο «Λαιμό» έτρεξα όσο μπορούσα για να κερδίσω λίγο απ το χαμένο χρόνο του σχεδίου. Στα καγκέλια για το οροπέδιο είδα μια αλλαγή στον ορίζοντα, η διαδικασία της μέρας ξεκινούσε, η ώρα πήγαινε 5:30. Κοντοστάθηκα για λίγο και φαντάστηκα μια εικόνα π το μέλλον: δεκάδες μικρά φώτα κινούνται στο μισόφωτο πάνω στο Λαιμό, ακολουθώντας το μονοπάτι… Λες? Μπορεί…

Από μακριά είδα ένα μικρό φως και το σκοτεινό αλλά χαρακτηριστικό όγκο του Θρόνου του Δία να ξεπροβάλει μπροστά μου. Σύντομα έφτανα στο κατώφλι του καταφυγίου «Χρήστος Κάκκαλος». Άφησα έξω το σακίδιό μου και είδα το GPS πριν μπω να απαγκιάσω για λίγο. Μέχρις εδώ 21 χιλιόμετρα σε 4:40. Στη μαγική κουζίνα του καταφυγίου, ο αφέντης και υπηρέτης του μαζί, ο πάντα χαμογελαστός Μιχάλης Στύλλας, ανακάτευε τα μπρίκια στο βασίλειό του, μ ένα φακό στο κεφάλι. Μου πρόσφερε μια κούπα ζεστό καφέ κι ένα μπολ σούπα με λαχανικά απ τα χτες. Λίγες κουβέντες, μια φωτογραφία και πάλι έξω στον καθαρό αέρα. Μόλις είχα συμπληρώσει το ένα πέμπτο της διαδρομής στο ένα τέταρτο του συνολικού χρόνου. 

Ωρα 06:04 > Με το Μιχάλη στο "βασίλειό" της κουζίνας του

Πήρα και πάλι το μονοπάτι και η πιο μαγική στιγμή με βρήκε λίγο αργότερα, μπαίνοντας στα Ζωνάρια, με την ανατολή να γίνεται κατακόκκινη και να λούζει με το χρώμα της τα βράχια από πάνω μου. Το κρύο που έφερνε ο δυνατός αέρας έριξε απότομα την ισχύ των μπαταριών στο GPS και φρόντισα άμεσα να τις αντικαταστήσω, μην από αβλεψία τινάξω στον αέρα το μισό εγχείρημα που είχα ξεκινήσει. Έπρεπε πάση θυσία να φέρω στον τερματισμό μια ολοκληρωμένη καταγραφή του ίχνους της διαδρομής. Ομολογώ ότι η προσπάθεια να ελέγχω κάθε τόσο τη συσκευή και να καταγράφω στο χαρτί ενδιάμεσα δεδομένα, μου κόστισε αρκετό χρόνο και ενέργεια, απ ότι υπολογίσω μόνο οι καταγραφές μου κόστισαν30-35 ολόκληρα λεπτά (22 καταγραφές Χ 1,5 λεπτά η καθεμία). Έτσι όμως γίνεται πάντα κι έτσι έπρεπε να γίνει κι αυτή τη φορά! Τουλάχιστον είχα αυτοματοποιήσει και (κυρίως) ελαχιστοποιήσει τη διαδικασία (αυτο)φωτογράφησης και (αυτο)βιντεοσκόπησης, ώστε να κερδίζω χρόνο από εκεί.

Στη διακλάδωση του μονοπατιού στο Χοντρό Μεσοράχι, το GPS έδειχνε και πάλι –όπως και στην πρώτη μέτρηση στις 7/8 24,5 χιλιόμετρα, επιβεβαιώνοντας ότι η διαδρομή του ΟΜ είναι τουλάχιστον 1 χιλιόμετρο μεγαλύτερη από όσο πίστευα μέχρι σήμερα! Έστριψα στην αντίθετη κατεύθυνση (προς Σκάλα-Σκολιό) και πήρα τον πιο εξοντωτικό απ όλους τους ανήφορους της διαδρομής των 100Κ. Πάνω από 400 μέτρα ανάβαση, σε μόλις 1100 μέτρα!!! Εδώ τα μπατόν με βοήθησαν αφάνταστα, δίνοντας ώθηση και στήριξη, στο σαθρό έδαφος του χιλιοπατημένου μονοπατιού. Ο ήλιος ανέτειλε και η ζέστη του ήταν καλοδεχούμενη εκεί στα 2800 μέτρα, αφού ο αέρας -αν και νοτιάς- με μαστίγωνε αλύπητα. Έφτασα στην κορυφή του Σκολιού, στο Κ-26 σε 6:21, νιώθοντας στα πόδια μου την κούραση απ τα 3300 μέτρα ανήφορων. Ο σφοδρός αέρας δεν μου επέτρεψε να σταθώ στα 2911 μέτρα περισσότερο απ όσο χρειάστηκε για την καταγραφή του GPS. Έχωσα στα γρήγορα στο στόμα μου μια ταμπλέτα ηλεκτρολυτών και ρούφηξα λίγο νερό απ το σωληνάκι, για να προλάβω κράμπες και άλλα κακά σημάδια αφυδάτωσης. Ξεχύθηκα στον κατήφορο για τον αυχένα που οδηγεί στον Άγιο Αντώνη, το δεύτερο ψηλότερο πέρασμα της νέας διαδρομής. Ο αέρας δυνάμωνε όλο και περισσότερο κι η μοναδική μου ελπίδα ήταν ότι μισή ώρα αργότερα θα κατηφόριζα οριστικά, κάτω από τα 2700 μέτρα. Πράγματι στις 6:50 περνούσα από το πάλαι ποτέ Μετεωρολογικό Σταθμό του Αγίου Αντωνίου, στα 2817 μέτρα, ένα φιλόδοξο project της δεκαετίας του 1960 απ το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, που έχει εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια. 



Ένας απίστευτος off-trail κατήφορος –ο πιο απότομος όλης της διαδρομής- που τον σηματοδοτούν μεταλλικοί ψηλοί πάσσαλοι, με κατέβασε με ταχύτητα ανελκυστήρα από τα 2800 στα 2400 σε ένα μόλις χιλιόμετρο. Εκεί, στο Κ-30 βρίσκεται το αποκαλούμενο «Καταφύγιο Ανάγκης», ένα υποτυπώδες οίκημα στο τέρμα του λιφτ του χιονοδρομικού, στα 2400 μέτρα. Εκεί θα στηθεί ο 3ος σταθμός υποστήριξης στον νέο αγώνα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, σ ένα σύνολο 9 σταθμών. Επιτέλους εδώ κατάφερα να απαλλαγώ από το αντιανεμικό και τον λυσσασμένο αέρα. Η μέρα θα ήταν καλή παρόλα τα βαριά σύννεφα που έκρυβαν το δρόμο μου προς τη Μεταμόρφωση. Χρειάστηκα μόλις 50 λεπτά για να καλύψω τα 5 ελαφρά ανηφορικά χιλιόμετρα που οδηγούν από το υψίπεδο της Μπάρας στο διάσελο Μεταμόρφωσης-Κακάβρακα, με τελείωμα στα 2500 μέτρα και μέσο υψόμετρο τα 2450. Αυτό το τμήμα προσφέρεται για κάλυψη χρόνου από ξεκούραστους αθλητές ενώ αντίστοιχα μπορεί να δώσει σημάδια εξάντλησης σε όσους μέχρι εδώ έχουν ξεπεράσει τα όριά τους. Μια γρήγορη φωτογραφία, η σχετική καταγραφή του GPS, μια αποτυχημένη προσπάθεια τηλεφωνικής επικοινωνίας με την υποστήριξη και αμέσως στον κατήφορο, σ αυτό το καγκελιαστό μονοπάτι με ίχνη αρχαίων (?) παρεμβάσεων, με επόμενο σημείο αναφοράς την Χαρβαλόβρυση, επτά χιλιόμετρα χαμηλότερα, στα 1500 μέτρα υψόμετρο. Κατηφόρα όχι τεχνική αλλά κουραστική ψυχολογικά και μονότονη, σε αλπικό γυμνό πεδίο. Αμέτρητα ζιγκ-ζαγκ και πολλή προσοχή για στραβοπατήματα, αφού και το τερέν είναι ύποπτο (χορταριασμένο μονοπάτι) και η κούραση έχει ξεκινήσει μετά από τόσες ώρες προσπάθειας.

Ώρα 09:07 > Στο διάσελο της Μεταμόρφωσης (Κ-35). Στο βάθος οι κορυφές

Προσπέρασα τη Χαρβαλόβρυση και μπήκα για πρώτη φορά ξανά σε δρόμο, μετά το Κ-6, μόλις 35 χιλιόμετρα και 8 ώρες μετά! Ένας υποτυπώδης κτηνοτροφικός/δασικός δρόμος με σκαμπανεβάσματα, με οδήγησε σύντομα στο σημείο υποστήριξης, που είχα προσυνεννοηθεί με τον υπομονετικό Παναγιώτη, που βρισκόταν εκεί ανήσυχος, στο Κ-43 και με περίμενε, έστω κι αν είχα βγει μία ώρα εκτός προγραμματισμού,  με όλα τα καλούδια που είχα αποθέσει στο μικρό φορητό ψυγείο. Ξόδεψα ένα τέταρτο στον ανεφοδιασμό και αφού τσεκάρισα για πολλοστή φορά το GPS να δω ότι λειτουργεί, άφησα τον ασύρματο που μετέφερα μέχρι εκεί για λόγους ασφάλειας και ξεκίνησα και πάλι για να συνεχίσω άλλα 6 χιλιόμετρα πάνω σε δρόμο, πριν ξαναμπώ σε μονοπάτι, στο Κ-50. Επόμενη τροφοδοσία –η 3η για μένα- σε 20 χιλιόμετρα. Άρχισα να ξυπνάω και το σώμα μου να ξαναβρίσκει τους ρυθμούς της μέρας, ήταν εξάλλου 10 το πρωί. Προσπέρασα απ τη βρύση στο Μπιχτέσι και γέμισα με 3 λίτρα παγωμένο νερό τον ασκό μου. Καπέλο λεγεωνάριου και γυαλιά για τη συνέχεια με έναν ελαφρύ συνεχόμενο ανήφορο μετά τα βοσκοτόπια στο Μπιχτέσι. Συνέχισα το κόλπο με την «μασώμενη» ταμπλέτα ηλεκτρολυτών, σε 3πλάσιες δόσεις από το συνιστώμενο αλλά σε αραιότερα διαστήματα. Η επικοινωνία με τον «ανταποκριτή» του UTMB Δημήτρη Τ. αποκαταστάθηκε κι έτσι έμαθα ότι γίνεται σκληρή μάχη για τέσσερις στην κεφαλή της κούρσας. 

Έμπλεξα στο αδούλευτο αλλά εξαντλητικά σηματοδοτημένο μονοπάτι του «Μέγα-Πλάι» και παρακαλούσα να μη βγαίνω σε ξέφωτα, για να γλυτώνω τη ζέστη. Τα 5 κιλά στην πλάτη έκαναν τη δουλειά τους αλλά προσπαθούσα να κρατώ ένα σταθερό ρυθμό –μέχρι blue tooth φορούσα στο αυτί για να μην καθυστερώ στα τηλεφωνήματα που δεχόμουν εκεί που είχε σήμα. Μάζευα δυνάμεις με γρήγορη πεζοπορία στις ήπιες ανηφόρες, για να έχω αποθέματα στην τελευταία μεγάλη ανηφόρα της διαδρομής, το Λιβαδάκι! Έφτασα στο Λεπτοκαρίτικο καταφύγιο (Κ-54) σε 11:15 και με πολύ καλή διάθεση. Είχα ανέβει ψυχολογικά βλέποντας να κερδίζω το χαμένο έδαφος του προγραμματισμού και νιώθοντας μάλλον περισσότερο ξεκούραστος από ότι πριν 8 ώρες. Μπήκα στο δάσος της Μάλτας σύντομα και παχύς ίσκιος κάλυψε το μονοπάτι. Οι κλίσεις ήταν στα μέτρα μου, αφού όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, μόλις 300 μέτρα ανάβαση υπήρχαν στα επόμενα 12 χιλιόμετρα! Το νερό στον ασκό παρέμενε κρύο χάρη στην ποσότητα και την αρχική θερμοκρασία του κι αυτό με βοηθούσε αφάνταστα. Προσπέρασα τις Ξυνίθρες και τις Αγαστέρνες, μέσα σε πυκνή βλάστηση οξιάς και αμέσως μετά πήρα έναν μακρύ δύσκολο κατήφορο, με πεσμένους κορμούς δέντρων από παλιά πυρκαγιά, όπου έπρεπε να χοροπηδάω κάθε τόσο από πάνω τους. Προπορευόμουν πια 2 ώρες από την προσπάθεια της 7ης Αυγούστου κι αυτό μου έδωσε φτερά. Τρέχοντας σ αυτό το τμήμα της διαδρομής αναλογίστηκα τον όγκο της δουλειάς που απαιτείται για να ξαναγίνει πραγματικό το μονοπάτι, όμως η σκέψη ότι αρκετοί φίλοι από το Λιτόχωρο και από αλλού δήλωσαν στρατευμένοι στην προσπάθεια, με παρηγόρησε. Είμαι σίγουρος ότι ο καθαρισμός των μονοπατιών από το Κ-50 μέχρι το Κ-62, θα προσφέρει καλύτερη απόδοση στην προσπάθεια των αθλητών του νέου αγώνα, πέρα από τη βελτίωση του αισθητικού αποτελέσματος, που τώρα αδικείται από την κατάσταση της βλάστησης εκεί.
To προφίλ της διαδρομής των 100Κ (σε συσκευασία των 92!!???)
Φτάνοντας στη Σκανδαλιάρα (Κ-62) σε 12:40, βρήκα τον καλό φίλο και συναθλητή, τον Τάσο Νίκα, να με περιμένει για να συνεχίσουμε μαζί τα τελευταία 38 χιλιόμετρα της διαδρομής. Ένα γενναίο διάλλειμα 15 λεπτών στον 3ο από τους 4 συνολικά σταθμούς υποστήριξής μου αποδείχτηκε υπερβολικό, δεν υπήρχε όμως η πίεση του συναγωνισμού, πράγμα που μου έχει λείψει τα τελευταία χρόνια, που είμαι αναγκασμένος να τρέχω ultra ολομόναχος μέσα στα βουνά –συνολικά 5 αγώνες πάνω από 100Κ από το 2007 και μετά! Απόλαυσα ένα ζουμερό νεκταρίνι, που ακόμα και τώρα που το σκέφτομαι, άξιζε περισσότερο από 3 αθλητικά αναψυκτικά μαζί! Ήπια μπόλικη κόκα-κόλα και έφαγα μετά από πίεση το δεύτερο σάντουιτς μέσα σε 12 και πλέον ώρες προσπάθειας. Δεν ένιωθα πείνα για φαγητό, μόνο δίψα για υγρά κάθε λογής, σημάδι αφυδάτωσης. Για επιδόρπιο, ήπια ένα μικρό μπουκαλάκι μαγνήσιο, για να σωθώ στις επόμενες ώρες.

Σηκώθηκα βαρύς και ρολάρισα παρέα με το φίλο προς τη Ντελή, τη βάση του «Γολγοθά» μου. Αν στον ΟΜ λέμε ότι ο αγώνας ξεκινά στα Πριόνια (Κ-32 από 45) τότε σ αυτό το γεγονός των 100Κ, ο αγώνας θα ξεκινά στη Ντελή (Κ-66). Αυτό είναι μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, που θα γίνει κατανοητή στην πρώτη κιόλας διοργάνωση, αρκεί να κοιτάξει κάποιος το προφίλ της διαδρομής. Φορτωμένος με φρέσκο παγωμένο νερό από τη «Μάνα», 500 μέτρα πριν τη Ντελή, μπήκα στον ανήφορο οδηγώντας την ούτως ειπείν «κούρσα». Η ανηφόρα σε λογικά πλαίσια και μέσα σε βλάστηση πεύκου στο ξεκίνημα, προσφέρει μέτρια σκιά στον ταλαιπωρημένο αθλητή και τη δυνατότητα για έναν σταθερό αλλά αργό ρυθμό. Η έλλειψη τρεχούμενου νερού για τα επόμενα 17Κ μέχρι τα Πριόνια, είναι καθοριστική. Στον αγώνα θα υπάρχει σταθμός υδροδοσίας στο τέλος του ανήφορου (Λιβαδάκι), για μένα όμως τώρα δεν υπήρχε τίποτα. Ήταν η πρώτη φορά απ όσες έχω ανέβει, που ο ανήφορος έμοιαζε ατέλειωτος. Τόσο, που είχα την εντύπωση ότι περνούσα σημεία που τα έβλεπα για πρώτη φορά. Στα δεξιά μας ξεπρόβαλε στην Πάνω Τσουκνίδα το βόρειο (κεντρικό) συγκρότημα του Ολύμπου, με μια σαφή κορυφογραμμή στον ορίζοντα, που ξεκίναγε από την Πετρόστρουγκα, περνούσε από τη Σκούρτα και κατέληγε στο Οροπέδιο και τις ψηλές κορυφές. Πιο πάνω μάζεψα στα κλεφτά μερικές αγριοφράουλες και πολλές περισσότερες μάζεψε και μου πρόσφερε ο Τάσος, επιμένοντας ότι πρέπει να τρώω συνεχώς, ειδικά μάλιστα τέτοιους καρπούς! Στο μικρό καλύβι στο Λιβαδάκι (Κ-75) έφτασα σε 16:15, κάνοντας τον λογικό χρόνο των 2:45 για την ανάβαση των 9Κ με υψομετρική +1400. Θεωρώ ότι χρειάζεται περιθώριο 4 ωρών στον αγώνα, ώστε να δοθεί επαρκής χρόνος στους τελευταίους αθλητές να κατακτήσουν μια τέτοια ανάβαση, σε ένα τέτοιο χρονικό σημείο του αγώνα. Με την ευκαιρία, να πω ότι το τμήμα Ντελή-Λιβαδάκι-Πριόνια, πιστεύω ότι θα είναι ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος για εμάς τους διοργανωτές, για αρκετούς λόγους, όπως η φυσική δυσκολία της ανάβασης, η τεχνική της κατάβασης, η νύχτα που θα επέρχεται και θα πιάσει τους τελευταίους στο κατέβασμα…



Μετά από ένα μικρό διάλειμμα έξω απ την καλύβα, ξεκινήσαμε και πάλι με κατεύθυνση τα Πριόνια, μέσα από ένα από τα χαρακτηριστικότερα και πιο συναρπαστικά μέρη της διαδρομής, στο σύνολό της: το «Μελιτζάνι»! Αναφέρθηκα σ αυτήν την περιοχή και στην προηγούμενη καταχώρησή μου και θα το κάνω και τώρα, λέγοντας ότι το κατηφορικό τραβερσάρισμα των πρώτων δύο χιλιομέτρων μετά την «κόκα» (=αυχένας) του Λιβαδάκι, αποτελεί ίσως την πεμπτουσία της συνολικής διαδρομής! Ίσως και μόνο γι αυτό να αξίζει κάποιος να μην εγκαταλείψει την προσπάθεια νωρίτερα στον αγώνα και να παλέψει με όλες του τις δυνάμεις να φτάσει ως εδώ. Όλοι ξέρουμε την ανεκτίμητη αξία κάποιων πραγμάτων και η τραβέρσα αυτή είναι το πετράδι στο περιδέραιο.

Το παλιό μονοπάτι, δυσδιάκριτο προς το παρόν εξαιτίας της βλάστησης που αναγεννήθηκε τον τελευταίο αιώνα, έχει μακριά ιστορία στο παρελθόν. Οι Λιτοχωρίτες ξυλοκόποι έκοβαν την άνοιξη μεγάλα ρόμπολα σ αυτές τις απόκρημνες –φόβιες όπως τις αποκαλούν οι ντόπιοι- πλαγιές και τα έριχναν στα χιονισμένα λούκια του βουνού ώστε να τσουλήσουν μέχρι τα Πριόνια, όπου είχαν εγκατεστημένα μεγάλα πριόνια και έκοβαν τους κορμούς σε σανίδια, για τις οικοδομικές και ναυπηγικές ανάγκες του Λιτοχώρου. Η ιδέα και η ανάπλαση των γεγονότων στη φαντασία μας συγκλονιστική, όσο και το τοπίο τριγύρω. Η κούραση της στιγμής μπορεί να παίξει περίεργα παιχνίδια, βάζοντας υποψίες ότι κάπου εκεί ανάμεσα στα γιγάντια ρόμπολα, στέκει ξεχασμένο κάποιο πριόνι ή ένα τσεκούρι από τις ηρωικές εποχές του παρελθόντος.

Προς το Μελιτζάνι: Απομεινάρια δέντρων από πέρασμα χιονοστιβάδας
Περάσαμε χωρίς προβλήματα τον κατήφορο προς το Μελιτζάνι, προσπερνώντας ρεματιές που πλήττονται κάθε χειμώνα από χιονοστιβάδες που ξεκινούν από τις πλαγιές του Καλόγερου (2701μ), πηδώντας πάνω από σαρωμένους νεκρούς κορμούς δέντρων. Χαμηλότερα το τοπίο ήταν πιο ήμερο και δεν γέμιζε φόβο την ψυχή. Φτάσαμε σε μία ώρα στη συμβολή του μονοπατιού μας με το Ε4 και το ακολουθήσαμε για λίγο, φτάνοντας σε 18:02 στα Πριόνια, όπου είχε προσδιοριστεί το τέταρτο και τελευταίο σημείο τροφοδοσίας. Απόλαυσα το ανθρακικό μιας απλής πορτοκαλάδας, μπουκώθηκα και με το τρίτο και τελευταίο σάντουιτς, που είχα ρίξει στο σακίδιό μου στον προηγούμενο ανεφοδιασμό και πάνω στην ώρα που φεύγαμε, εμφανίστηκε ένας ακόμα φίλος, ο Τάσος Λιάγκας, που θα ενσωματωνόταν στην παρέα μας μέχρι το τέρμα.

Όταν έχεις περάσει την ανηφόρα για το Λιβαδάκι και την κατηφόρα για το Μελιτζάνι, το μονοπάτι από τα Πριόνια για το Μοναστήρι μοιάζει με οδό ταχείας κυκλοφορίας! Κάπως έτσι ένιωθα στο διαδικαστικό αυτό κομμάτι, που θύμιζε ευχάριστο περίπατο στο δάσος κι ας είχαν προηγηθεί 18 ώρες μες στα βουνά. Βάζοντας τα πλάνα ξανά στο μυαλό μου και με όση μαθηματική σκέψη μπορούσα να έχω πια, διαπίστωσα ότι είναι εφικτή μια επίδοση κάτω από 21 ώρες. Άρα το μόνο που είχα να κάνω ήταν να πιέσω το ρυθμό όσο μπορούσα. Στο παλιό μοναστήρι πήραμε τον ανήφορο για το «μονοπάτι της σαλαμάνδρας», όπως αποκαλούμε το πάνω μονοπάτι, αυτό του Χειμωνιάτικου Ενιπέα. Η πολυσυζητημένη απότομη ανηφόρα των πρώτων δύο χιλιομέτρων, μου φάνηκε πολύ πιο εύκολη απ αυτό που φανταζόμουν ότι θα αντιμετωπίσω μετά από 19 ώρες. Στάθηκα με υπομονή και απόλαυσα το κρύο νερό στις παραμυθένιες ρεματιές του και λίγο πριν ξαναπέσουμε στο Ε4, στο ύψος της Καστάνας, χρειάστηκε να ανάψουμε φακούς, η μέρα είχε τελειώσει. Ο μεγάλος κατήφορος μέχρι τη Δαμασκηνιά, σπάει σε δυο κομμάτια και σε βυθίζει από τα 850 στα 450 μέτρα μέσα σε 3 χιλιόμετρα. Παρά το γεγονός της κούρασης και του σκοταδιού, τα κατάφερνα αρκετά καλά, χάρη και στη βοήθεια που πρόσφεραν τα πολύτιμα μπαστούνια μου, που δεν τα αποχωρίστηκα στιγμή από το ξεκίνημα. Από τη Δαμασκηνιά πήραμε τον τελευταίο ουσιαστικό ανήφορο της διαδρομής, αυτόν που οδηγεί στις Πόρτες. Η κούραση εμφανής αλλά η πίεση για τις 21 ώρες μου έδωσε τη δύναμη να βγάλω κρυμμένες δυνάμεις. Στη θέα του νυχτερινού Λιτόχωρου από τις Πόρτες, θυμήθηκα το «θάλαττα-θάλαττα» και το επανέλαβα με ανακούφιση. Δεν αργήσαμε να περάσουμε τα τελευταία μέτρα μονοπατιού για να μπούμε στο χωριό. Κόσμος στα καφενεία της πλατείας προσηλωμένος σε μεγάλες οθόνες με ποδόσφαιρο και εξοικειωμένος σε αθλητές που περνούν κάθε τόσο από εκεί τρέχοντας, μάλλον δεν έδωσε καμιά σημασία στο πέρασμά μου -αυτό ακριβώς που επιδίωκα δηλαδή.


Έφτασα στη γραμμή του τερματισμού του ΟΜ, στο πάρκο, σε 20 ώρες και 56 λεπτά. Είχε περάσει σχεδόν μια μέρα απ το ξεκίνημά μου στο Δίον και είχαν παρελάσει αμέτρητες συναρπαστικές εικόνες μπροστά απ τα μάτια μου, μακραίνοντας τον υποκειμενικό χρόνο κατά πολύ περισσότερο. Ακόμα κι αλλιώς όμως, οι 21 ώρες ήταν πολλές. Έβγαλα προσεκτικά το σακίδιο απ την πλάτη μου και κλείδωσα τις ενδείξεις του GPS. Κάθισα στο γρασίδι αποκαμωμένος κι ακούμπησα την πλάτη μου σ ένα στύλο φωτισμού. Τριγύρω, στη ζεστή βραδιά, μικροί και μεγάλοι έκαναν τη βόλτα τους. Προσπάθησα να σκεφτώ την ίδια εικόνα, ένα περίπου χρόνο αργότερα, αλλά δεν ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να το δω ξεκάθαρα, κάτι το σκέπαζε, ίσως η κούραση και η δίψα…

Την επόμενη μέρα απολάμβανα τον πρωινό μου καφέ με θέα τις δασωμένες πλαγιές της Γκόλνας. Ζούσα εκείνο το αίσθημα πληρότητας που σου χαρίζει η ολοκλήρωση μιας προσπάθειας που θεωρούσες σπουδαία, η κατάκτηση ενός στόχου που σου φάνταζε δύσκολος. Συλλογίστηκα για μια ακόμα φορά πόσο δρόμο ανηφόρισαν οι αγώνες ορεινής αντοχής στην Ελλάδα, από τότε που ξεκίνησαν κι ένιωσα την ίδια πληρότητα. Σκέφτηκα ότι την προηγούμενη μέρα τέλειωσα και πάλι μια προσπάθεια, για να βάλω κι εγώ το λιθαράκι μου πάνω στην ξερολιθιά που στήνεται χρόνια τώρα. Ταίριαξα στη σκέψη μου το σκοπό που έχουν και το συμβολισμό που εκφράζουν αυτοί οι μικροί σωροί από πέτρες, όταν τους βρίσκουμε οδοιπόροι πάνω στις κορυφογραμμές και στα διάσελα: για να μας δείχνουν το δρόμο. Το δρόμο, που για μένα δεν τελειώνει ποτέ, σε όσους ορίζοντες κι αν σε οδηγήσει. Όσο κι αν περπατήσεις, πάντα υπάρχει κάτι καινούργιο να ανακαλύψεις, στην επόμενη κορυφογραμμή, στον επόμενο ορίζοντα…

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ:
Ακολουθεί πίνακας με τα συγκεντρωτικά στοιχεία της διαδρομής και της προσπάθειας


2 σχόλια:

mgpolitis είπε...

Λάζαρε σε θαυμάζω για το κουράγιο και το όραμα σου! Στο a-z.gr you preach to the converted αλλά είμαι σίγουρος ότι ο 100Κ θα βρει πολλούς ακόλουθους. Οι αγώνες σε Αλπικά υψόμετρα έχουν μια ανυπέρβλητη γοητεία για μένα που δεν συγκρίνεται με απλή καταγραφή χιλιομέτρων και υψομετρικών. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε πώς θα είναι μια αντίστοιχη προσπάθεια που να έχει και neve ζώνες ή να γίνεται το χειμώνα, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα ίσως για το μέλλον :)

"... ο πρώτος που οφείλει να βγάζει τη διαδρομή ενός νέου μεγάλου αγώνα, είναι ο ίδιος ο διοργανωτής" Σοφή παρατήρηση! Δεν είναι περίεργο που (και) ο εμπνευστής πρώτος τεχνικός διευθυντής του UTMB Michel Poletti είναι ο ίδιος εξαιρετικός δρομέας και έχει φυσικά τρέξει τη διαδρομή :)) Ποια ακριβώς είναι η " «μασώμενη» ταμπλέτα ηλεκτρολυτών " που χρησιμοποίησες?

(cross-post a-z.gr)

Θοδωρης Φαχουριδης είπε...

Μόλις τελείωσα το κείμενο και κάνω τον απολογισμό με όσα διάβασα.Θυμήθηκα τον εαυτό μου που οταν πήγαινα στο σχολείο και περνούσα της ώρες μου με παραδώσεις μαθημάτων που για μένα δεν είχαν και ιδιαίτερο ενδιαφέρων.Μέχρι που καποια στιγμή έμπαινε κάποιος καθηγητής και ειχε τον τρόπο και την μεθοδικότητα να με κανει να τον κοιτάω στα μάτια και να καταγράφω την κάθε του κουβέτα.Ετσι ακριβώς ένιωσα διαβάζωντας τον δικό σου άθλο.Η αφήγηση σου μοιάζει σαν ένας ωραίως περίπατος στο βουνό,παρά την εξαντλητίκη σου προσπάθεια.Όλοι ξέρουμε πως είναι να τρέχεις μόνος σου σε τέτοιες συνθήκες!!Έιναι η επόμενή μου μεγάλη πρόκληση.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Σχόλια επισκεπτών

Recent Comments Widget by Blogger Widgets